- λάσπες (ιαματικές)
- Χώμα σε μορφή λάσπης, με θεραπευτικές ιδιότητες. Σχηματίζονται συνήθως από αργιλώδες έδαφος αναμεμειγμένο με ιαματικό νερό και, μερικές φορές, με οργανικές ουσίες. Οι λ. αυτές μπορεί να είναι φυσικές ή τεχνητές: τόσο οι πρώτες όσο και οι δεύτερες χρησιμοποιούνται για θεραπευτικούς σκοπούς με τη μορφή επαλείψεων ή λουτρών (λασπόλουτρα). Οι θεραπευτικές τους ιδιότητες οφείλονται στη θερμότητά τους, καθώς και στις ανόργανες και οργανικές ουσίες που περιέχουν. Η λασποθεραπεία συνιστάται κυρίως σε χρόνιες φλεγμονώδεις παθήσεις, χωρίς να είναι αμελητέα και η ευεργετική τους επίδραση επί της γενικής κατάστασης του οργανισμού· έτσι, μπορεί να προκύψουν ενθαρρυντικά αποτελέσματα σε διάφορες εκφυλιστικές παθήσεις των αρθρώσεων καθώς και στις χρόνιες αρθρίτιδες, στις μετατραυματικές αρθρίτιδες και σε μερικές νευρίτιδες.
Dictionary of Greek. 2013.